- γαϊδουράγκαθο
- τοονομασία πολλών αυτοφυών αγκαθωτών φυτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαϊδουράγκαθο — Θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των ακανθιδών. Η επιστημονική ονομασία του είναι ονόπορδο το ακάνθιο. Γαϊδουράγκαθο, θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των ακανθιδών. * * * το βοτ. άγριο φυτό της τάξης των Συνθέτων* ή των Σκιαδοφόρων* … Dictionary of Greek
άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά … Dictionary of Greek
κάρδος — η (Α κάρδος) νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας τών συνθέτων, κν. γαϊδουράγκαθο αρχ. κάκτος, φραγκοσυκιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cardu(u)s «γαϊδουράγκαθο»] … Dictionary of Greek
αλπική χλωρίδα — Η ονομασία αυτή αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που είναι χαρακτηριστικά των ψηλότερων ορεινών περιοχών. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος· για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800… … Dictionary of Greek
αγκινάρα — Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, της ομοταξίας των δικοτυλήδονων, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, κάπως πολυγωνικό, ύψους από 40 εκ. έως λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Η επιστημονική ονομασία της α. είναι κινάραησκόλυμνος. Έχει… … Dictionary of Greek
αγριάγκαθο — το Βοτ. κοινή ονομασία τού είδους Notobasis syriaca τού γένους Νοτόβασις τής οικογένειας τών Συνθέτων (Compositae). Άλλη κοινή ονομασία τού ίδιου φυτού, γαϊδουράγκαθο … Dictionary of Greek
ακάνθιο — το (Α ἀκάνθιον) [ἄκανθα] μικρή άκανθα, αγκαθάκι αρχ. είδος άκανθας* γαϊδουράγκαθο … Dictionary of Greek
γάιδαρος — Θηλαστικό της τάξης των περιττοδακτύλων. Η επιστημονική ονομασία του είναι όνος. Ο κατοικίδιος γ., που τον χρησιμοποιούν από την αρχαιότητα αφρικανικοί, ασιατικοί και ευρωπαϊκοί λαοί ως ζώο φορτίου, έλξης και ιππασίας, προέρχεται από τον άγριο γ … Dictionary of Greek
γαλακτίτης — ο (γαλακτίτης) [γάλα] είδος λίθου που βγάζει γαλακτώδες υγρό όταν βραχεί νεοελλ. φυτό τής οικογένειας τών συνθέτων που μοιάζει με το γαϊδουράγκαθο … Dictionary of Greek
κρίσσιον — κρίσσιον, τὸ (Α) το φυτό κόρδος ο πυκνοκέφαλος, το γαϊδουράγκαθο … Dictionary of Greek